μονοθεϊστικός

μονοθεϊστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονοθεϊσμό ή στον μονοθεϊστή.
επίρρ...
μονοθεϊστικώς, -ά
με μονοθεϊστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονοθεϊστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονοθεϊστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο μονοθεϊσμό ή τους μονοθεϊστές: Μονοθεϊστική θρησκεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • μονοθεϊκός — ή, ό μονοθεϊστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοθεΐα. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Σταύρο Σταθόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”