- μονοθεϊστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονοθεϊσμό ή στον μονοθεϊστή.επίρρ...μονοθεϊστικώς, -άμε μονοθεϊστικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μονοθεϊστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.